- πέπραγα
- πέπρᾱγα , πράσσωpass throughperf ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ancient Greek grammar — is morphologically complex and preserves several features of Proto Indo European morphology. Nouns, adjectives, pronouns, articles, numerals and especially verbs are all highly inflected. This article is an introduction to this morphological… … Wikipedia
αδικοπραγής — ἀδικοπραγής, ές (Μ) αυτός που κάνει κάτι άδικα, που κάνει αδικία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀδικο * + πραγής < πέπραγα, πράττω. ΠΑΡ. νεοελλ. αδικοπραγία] … Dictionary of Greek
αυτοπραγία — αὐτοπραγία, η (Α) ελεύθερη, ανεξάρτητη ενέργεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυτο + πραγία < (θ.) πραγ , πέπραγα, παρακμ. του πράσσω ( ττω)] … Dictionary of Greek
βιαιοπραγία — Η παράνομη επέμβαση πάνω στο σώμα άλλου, με σκοπό είτε την κακοποίησή του (πρόκληση σωματικής βλάβης) είτε τον περιορισμό της ελευθερίας του (δέσμευση) είτε την προσβολή της τιμής του (ράπισμα, φτύσιμο κλπ.). Συχνά, μια πράξη β. ολοκληρώνεται σε… … Dictionary of Greek
εννομοπραγία — ἐννομοπραγία, η (Μ) νόμιμος τρόπος ενέργειας, νόμιμη ενέργεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < έννομος + πραγία < θ. πραγ , πέπραγα, παρακμ. τού πράττω] … Dictionary of Greek
ευπραγία — η (ΑΜ εὐπραγία, Α και ιων. τύπος εὐπρηγίη) νεοελλ. η οικονομική ευεξία, η ευημερία μσν. η καλή, η ήρεμη κατάσταση αρχ. 1. (και στον πληθ.) αἱ εὐπραγίαι επιτυχία, ευτυχής έκβαση 2. το να ενεργεί, το να πράττει κάποιος ορθά 3. καλή πράξη, καλό έργο … Dictionary of Greek
κακοπραγής — κακοπραγής, ές (Α) αυτός που κάνει κάτι κακό, κακοποιός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + πραγής < θ. πραγ , πρβλ. πέπραγα τού πράττω*] … Dictionary of Greek
κακοπραγώ — κακοπραγῶ, έω (Α) 1. κάνω κακό, προξενώ βλάβη 2. είμαι άτυχος, αποτυγχάνω σε κάποια επιχείρηση 3. δυστυχώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + πραγῶ (< θ. πραγ , πρβλ. πέπραγα τού πράττω*), πρβλ. δικαιο πραγώ, ματαιο πραγώ] … Dictionary of Greek